-
1 μετρώ
μετρέωmeasure: pres subj act 1st sg (attic epic doric)μετρέωmeasure: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 μετρῶ
μετρέωmeasure: pres subj act 1st sg (attic epic doric)μετρέωmeasure: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 μετρώ
(ε), μετράω μετ.1) прям., перен. мерить, измерять;μετρώ τίς δυνάμεις μου — взвешивать свои силы;
μετρώ τα λόγια μου — взвешивать свои слова;
με τον ίδιο 'πήχυ τα μετράει όλα — у него для всего одна мерка, он подходит ко всему с общей меркой;
έχω μετρήσει πολλές φορές αυτόν τον κάμπο — я исходил вдоль и поперёк это поле;
μετρώ διά τού βλέμματος — измерять взглядом;
2) считать;δεν ξέρει να μετρήσει ως το εκατό — он не может сосчитать до ста;
μετριούνται στα δάχτυλα — по пальцам можно пересчитать, очень мало;
3) платить, уплачивать;§ εγλύστρησε και μέτρησε όλη τη σκάλα он поскользнулся и пересчитал все ступеньки; πέντε μέτρα κι' ένα κόβε посл, семь раз отмерь, один отрежь;μετριέμαι, μετρ(ι)ούμαι — мериться (силой и т. п.); — тягаться;
αν κότας, έλα να μετρηθείς μαζί μου если не боишься, то потягайся со мной;§ θα μετρηθοδμε! — а) мы еще посмотрим, кто кого!, мы ещё померяемся силами!; — б) мы ещё сочтёмся
-
4 μέτρω
μέτρονthat by which anything is measured: neut nom /voc /acc dualμέτρονthat by which anything is measured: neut gen sg (doric aeolic)——————μέτρονthat by which anything is measured: neut dat sg -
5 μέτρῳ
Βλ. λ. μέτρω -
6 μέτρῳ
меремеройΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέτρῳ
-
7 μετρώ
[мэтро] р. мерить, измерять, считать, перечислять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετρώ
-
8 μετρώ
[мэтро] ρ мерить, измерять, считать, перечислять. -
9 μετρώ
1) arpenter2) calculer3) compter -
10 μετρώ
1) liczyć czas.2) mierzyć czas.3) obliczać czas.4) obliczyć czas.5) odliczać czas.6) rachować czas.7) uważać czas.8) wyliczać czas. -
11 μετρώ
1) kalkulovat2) měřit3) napočítat4) odpočítat5) počítat6) považovat7) spočítat8) uvažovat9) vykalkulovat10) vypočítat -
12 μετρώ
1) count2) measureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μετρώ
-
13 замерять
μετρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замерять
-
14 измерять
μετρώ, προσδιορίζω, εκτιμώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > измерять
-
15 подсчитывать
μετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсчитывать
-
16 промерять
μετρώ, ελέγχω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промерять
-
17 μέτρωι
μέτρῳ, μέτρονthat by which anything is measured: neut dat sg -
18 arpenter
μετρώ -
19 compter
μετρώ -
20 kalkulovat
μετρώ
См. также в других словарях:
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
μετρώ — μετράω / μετρώ, μέτρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετρώ — μέτρησα, μετρήθηκα, μετρημένος 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση, την αξία κτλ. ενός πράγματος σε σχέση με ένα μέτρο: Μέτρησε το βάρος των εμπορευμάτων. 2. αριθμώ, απαριθμώ: Το παιδί μου έμαθε να μετρά ως το είκοσι. 3. υπολογίζω, σταθμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρῶ — μετρέω measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετρέω measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρω — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc dual μέτρον that by which anything is measured neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρῳ — μέτρον that by which anything is measured neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομομετρώ — μετρώ την ταχύτητα του πλοίου με δρομόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρωι — μέτρῳ , μέτρον that by which anything is measured neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
παραμετρώ — παραμετρῶ, έω, ΝΑ μετρώ αρχ. 1. μετρώ με βάση κάτι άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο 2. μετρώ με τη χρήση γνώμονα 3. μετρώ με ειδικό μέτρο 4. παρέχω γνώμονα για μέτρηση 5. ορίζω κατανάλωση, δαπάνη 6. παραδίδω κάτι αφού τό μετρήσω 7.… … Dictionary of Greek
κοινομετρώ — κοινομετρῶ, έω (Α) πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή τού ποσοστού που ανήκει στον καθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μετρῶ (< μετρος < μέτρον), πρβλ. δια μετρώ,… … Dictionary of Greek