Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν μέτρῳ

См. также в других словарях:

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — μετράω / μετρώ, μέτρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετρώ — μέτρησα, μετρήθηκα, μετρημένος 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση, την αξία κτλ. ενός πράγματος σε σχέση με ένα μέτρο: Μέτρησε το βάρος των εμπορευμάτων. 2. αριθμώ, απαριθμώ: Το παιδί μου έμαθε να μετρά ως το είκοσι. 3. υπολογίζω, σταθμίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετρῶ — μετρέω measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετρέω measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρω — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc dual μέτρον that by which anything is measured neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρῳ — μέτρον that by which anything is measured neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομομετρώ — μετρώ την ταχύτητα του πλοίου με δρομόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρωι — μέτρῳ , μέτρον that by which anything is measured neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • παραμετρώ — παραμετρῶ, έω, ΝΑ μετρώ αρχ. 1. μετρώ με βάση κάτι άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο 2. μετρώ με τη χρήση γνώμονα 3. μετρώ με ειδικό μέτρο 4. παρέχω γνώμονα για μέτρηση 5. ορίζω κατανάλωση, δαπάνη 6. παραδίδω κάτι αφού τό μετρήσω 7.… …   Dictionary of Greek

  • κοινομετρώ — κοινομετρῶ, έω (Α) πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή τού ποσοστού που ανήκει στον καθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μετρῶ (< μετρος < μέτρον), πρβλ. δια μετρώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»